Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία

   Κοιτάζω το ρολόι μου με αγωνία. Η ώρα είναι 8:00. Έχω μισή ώρα μέχρι να έρθει η στιγμή της αναχώρησής μου από το σταθμό με προορισμό την Αθήνα. Το όνομά  μου; Δημήτρης Αποστόλου, αυθεντία στους υπολογιστές με ιδιαίτερη αγάπη στο λαϊκό τραγούδι.
   «Ευτυχώς που βρήκα αμέσως ταξί και δεν το έχασα το τρένο», σκέφτομαι. Μ’ ένα σάκο στο χέρι κάθομαι σ’ ένα άδειο κάθισμα, από τα πολλά που υπάρχουν στο χώρο αναμονής. Δεν έχει πολύ κόσμο κι έτσι μπορώ εύκολα ν’ απομονώσω την σκέψη μου, να την οργανώσω και να σκεφτώ τι θα της πω μόλις τη δω μπροστά μου.
   Πηγαίνω στην Αθήνα με ένα και μόνο σκοπό: Να βρω μία κοπέλα που αγαπώ και που την έχασα εξαιτίας αυτού του μικρού σκουληκιού που τρώει τα σωθικά των ανθρώπων· του εγωισμού. Έτσι κάθομαι και σκέφτομαι…
   Σαν χθες θυμάμαι τη γνωριμία μας.
   Εγώ είκοσι ένα χρονών, υπάλληλος σε γραφείο που επιδιορθώνει υπολογιστές και ‘κείνη δέκα εφτά, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου. Μπήκε μέσα δειλά με τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά, φορούσε μαύρες φόρμες, στην πλάτη της είχε σχολική τσάντα και στο ένα της χέρι κρατούσε βαλιτσάκι από lap-top. Από την στιγμή που μπήκε όλος ο χώρος φωτίστηκε ξαφνικά! Το ντροπαλό μουτράκι της με τα παιδικά αλλά συνάμα πονηρά καστανά μάτια της τρύπωσαν κατευθείαν στην καρδιά μου! Το βλέμμα της με μία διακριτή μελαγχολία που δεν έφευγε ποτέ, μου τράβηξε αμέσως την προσοχή! Λες και προβληματιζόταν μόνιμα για κάτι…
   «Καλημέρα!», είπε ευγενικά και η φωνή της γέμισε το δωμάτιο.
   «Καλημέρα! Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;», της απάντησα.
   «Να, ο υπολογιστής μου κάτι έπαθε και δεν ανοίγει και έχω και μία εργασία μέσα που αύριο πρέπει να την παραδώσω».
   «Εργασία για τη σχολή να φανταστώ;», είπα να κάνω μια απόπειρα γνωριμίας.
   «Ααα! Όχι, όχι!», χαμογέλασε ελαφρά και συνέχισε: «Δευτέρα Λυκείου πηγαίνω. Είναι εργασία για τη λογοτεχνία.»
   «Άρα μέχρι αύριο το θέλεις έτοιμο;», ρώτησα γνωρίζοντας την απάντηση.
   «Αν γίνεται… Αλλά απ’ ότι βλέπω έχετε πολύ δουλειά. Οπότε μάλλον θα ζητήσω παράταση από την καθηγήτρια», εξέφρασε την σκέψη της.
   «Πρώτα απ’ όλα κόψε τον πληθυντικό!», της είπα προσποιούμενος το θυμωμένο. «Δεν είμαι δα και τόσο μεγάλος. Είκοσι ένα χρονών παιδί είμαι.» Σκέφτηκα να της δώσω εγώ τις πρώτες πληροφορίες μήπως και νιώσει πιο άνετα και τα κατάφερα.
   «Είκοσι ένα ε; Έχεις δίκιο! Μωρό παιδί. Τώρα βγάζεις τα πρώτα σου δοντάκια.», είπε και χαμογέλασε κοιτώντας με στα μάτια.
   «Διακρίνω μία ειρωνεία δεσποινίς, εμ, τ’ όνομά σου;», της είπα αστειευόμενος και προσπαθώντας να μάθω κάτι και γι’ αυτήν.
   «Άρτεμη! Και το δικό σου;»
   «Δημήτρης!»
   «Χαίρω πολύ Δημήτρη…»
   Κι έτσι ξεκίνησε η κουβέντα… Δεν την πίεσα να μου πει πράγματα για τον εαυτό της με βροχή ερωτήσεων. Το τι ήταν το έβλεπα, το ένιωθα. Έτσι της έδωσα πληροφορίες για μένα γιατί αποκλείεται να με ρωτούσε από μόνη της. Κυρίως συζητήσαμε και μέσα από αυτή τη συζήτηση ειπώθηκαν κάποιες απόψεις της για τη ζωή, τις σχέσεις των ανθρώπων, την κοινωνία γενικά που δεν περίμενα να τις ακούσω από κοπέλα και ιδιαίτερα της ηλικίας της. Ήταν σκεπτόμενο άτομο, πρόσεχε τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, και είχε μια παράξενη παιδική ωριμότητα. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να με κάνουν να την ερωτευτώ ακόμα πιο πολύ!
   Ο υπολογιστής της ήταν έτοιμος σε λιγότερο από μία ώρα. Έτσι τον πήρε, με πλήρωσε, με ευχαρίστησε και ετοιμάστηκε να φύγει…
   «Και σε περίπτωση που έχεις πάλι κάποιο πρόβλημα μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις.» Βιάστηκα να δημιουργήσω μια ευκαιρία για να ξανασυναντηθούμε.
   «Μα δεν έχω το τηλέφωνό σου», μου είπε απλά.
   «Και γι’ αυτό σκας; Να, ορίστε! Στο γράφω εδώ! Και για καφέ ακόμα αν θες κανένα απόγευμα θα είμαι ανοιχτός», το παράκανα λίγο.
   «Ωωω! Τι τιμή είναι αυτή για μένα!», είπε έκπληκτη.
   «Η τιμή είναι όλη δική μου!», της είπα και την είδα να κοκκινίζει ελαφρώς, να χαμογελάει και να σκύβει το κεφάλι.
   «Τέλος πάντων. Έχω αργήσει στο μάθημα της μουσικής και πρέπει να φύγω. Καλή συνέχεια και σ’ ευχαριστώ για όλα!», είπε φανερά αμήχανη.
   «Και συ να περνάς καλά!» και της έσφιξα το χέρι. Τόσο εύθραυστη στην όψη, όμως τόσο δυναμική στη χειραψία! Απίστευτος συνδυασμός! Αυτό το τελευταίο πραγματικά με μάγεψε.
   Αφού έφυγε όμως, έφυγε και το φως μαζί της και εγώ άρχισα να σκέφτομαι και πάλι αλλιώς. Είχα γύρω στον ένα χρόνο που είχα φύγει από μία σχέση που με είχε πληγώσει πολύ, γι’ αυτό και είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου, φοβόμουν να εκδηλώσω τα συναισθήματά μου. Κι έτσι σκεφτόμουν: «Μήπως πληγωθώ ξανά;», «Κι αν είναι και αυτή σαν την άλλη;». Προσπάθησα να διώξω αυτές τις σκέψεις.
   Δυο μέρες μετά θα είχα κλήση από έναν άγνωστο αριθμό. Το σήκωσα και ήταν εκείνη. Είχε πάλι πρόβλημα με τον υπολογιστή και της είπα να τον φέρει το ίδιο απόγευμα από το μαγαζί.
Ήταν απίστευτο! Το σύμπαν συνωμοτούσε υπέρ μου.
   Ήρθε κανονικά στην ώρα της, όπως είχαμε πει. Ήξερα ποιες ώρες θα έλειπε το αφεντικό κι έτσι θα ήμασταν μόνοι μας. Ο υπολογιστής της δεν είχε τίποτα σπουδαίο, μόνο μια αναβάθμιση στο λογισμικό ήθελε. Η ώρα είχε πάει 20:00 όταν τελειώσαμε και ετοιμάστηκε να φύγει. Όση ώρα καθόμασταν μιλήσαμε για χίλια δυο θέματα κι έτσι είχα αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να αφήσω αυτή την ευκαιρία να φύγει έτσι.
   «Πού κοντά μένεις;» τη ρώτησα, αλλά την ίδια στιγμή το μετάνιωσα μήπως προχωρούσα υπέρ του δέοντος.
   «Στο δρόμο προς το νοσοκομείο», απάντησε ατάραχη.
   «Ε τότε θα περιμένεις δέκα λεπτά να κλείσω το μαγαζί και θα σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο», της είπα γεμάτος σιγουριά.
   «Δεν χρειάζεται να μπαίνεις στον κόπο και να σου αλλάζω το δρομολόγιο. Σ’ ευχαριστώ πάντως για την προσφορά.»
   «Δεν ακούω κουβέντα! Δεν υπάρχει περίπτωση να σ’ αφήσω μέσα στη νύχτα να γυρίσεις μόνη σου!», είπα αποφασιστικά και συνέχισα: «Αλλιώς θα αισθάνομαι άσχημα…», έβαλα μπροστά τα μεγάλα μέσα των συναισθημάτων ελπίζοντας πως θα υποχωρούσε.
   «Εντάξει!», συγκατένευσε και ολοκλήρωσε με ένα ακόμα «Σ’ ευχαριστώ πολύ!»
   Θα την πήγαινα όντως στο σπίτι της όμως θα κάναμε μια στάση πιο πριν.
   «Σε πειράζει να κάνουμε μια στάση στο δασάκι πάνω από το νοσοκομείο; Θέλω να δώσω κάτι σ’ ένα φίλο μου που δουλεύει στην καφετέρια εκεί». Τη ρώτησα περιμένοντας την απάντηση που θα μου έδινε το έναυσμα να προχωρήσω.
   «Όχι, καθόλου!», απάντησε χαλαρά και εκείνη την ώρα σκεφτόμουν τι μπορεί να σκεφτόταν.
   Φτάσαμε λοιπό στο δασάκι και πάρκαρα κάτω από ένα πεύκο. Εκείνη κατέβηκε πρώτη και έμεινε όρθια να κοιτάει το κενό μέσα στο σκοτάδι. Εγώ την παρατηρούσα αμίλητος, προσπαθώντας να μαντέψω τα συναισθήματά της. Φαινόταν παραδομένη στις σκέψεις της αλλά πολύ ήρεμη. Τότε κατέβηκα κι εγώ απ’ το αμάξι και αθόρυβα πήγα δίπλα της και τη ρώτησα σιγανά:« Σ’ αρέσει εδώ;»
   «Πολύ! Είναι το αγαπημένο μου μέρος. Έρχομαι όταν θέλω να σκεφτώ κυρίως», μου απάντησε.
   «Και τώρα τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα και κάρφωσα τα μάτια μου μέσα στα δικά της.
   «Τίποτα», μου απάντησε απλά. Τότε τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της. Εκείνη δεν έδειξε να δίνει σημασία. Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα. Τη φίλησα! Τα χείλη μου ακούμπησαν απαλά και δυναμικά τα δικά της. Ήταν σα να είχαν φτιαχτεί από το ίδιο καλούπι κι εφάπτονταν τόσο τέλεια και αρμονικά. Ήμουν πλημμυρισμένος από ένα αίσθημα χαράς και φόβου μαζί! Μετά από ένα λεπτό περίπου άνοιξα τα μάτια μου και της άφησα χώρο για να αντιδράσει. Όταν κοίταξα το πρόσωπό της είχε χαραγμένο ένα χαμόγελο και μια μεγάλη απορία. Ήταν φανερό πως δεν το περίμενε.
   «Είσαι υπέροχη!» της είπα μεθυσμένος από τη γεύση της.
   «Το πιστεύεις αυτό που λες;» με ρώτησε με μία σκιά να καλύπτει το βλέμμα της.
   «Αν δεν το πίστευα δεν θα το έλεγα.» Και την ξαναφίλησα…
   Περάσαμε μαζί δύο υπέροχα χρόνια! Δύο χρόνια που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ! Τι να πρωτοθυμηθώ…
   Το πάρτι έκπληξη που είχε οργανώσει για τα γενέθλιά μου; Τις εκπλήξεις που μου έκανε με βόλτες στην εξοχή και κρασί στο χέρι, για να μου φτιάξει το κέφι όταν δεν ήμουν στις καλές μου; Τις χαζομάρες που έκανε για να γελάω; Τα βράδια που την έπαιρνα τηλέφωνο και την ξυπνούσα και δεν παραπονέθηκε  ποτέ; Τι απ’ όλα; Τι;!
   Έκανε τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένος, ‘’γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να με βλέπει να γελάω’’ όπως έλεγε και η ίδια. Έδειχνε υπομονή σε οτιδήποτε στραβό πάνω μου… Στα νεύρα μου, στην κυκλοθυμικότητά μου ενίοτε, στο ότι κάπνιζα, στο ότι έβριζα πολύ. Και πολλές φορές περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Και ποτέ δε γύρισε να μου πει, ούτε πάνω στα νεύρα της ακόμα, ότι ‘’ξέρεις, εγώ σου πρόσφερα αυτό, σου πρόσφερα το άλλο’’. Ποτέ! Έδινε χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα. Πίστευε πως όλοι καταλαβαίνουν την αξία μας κάποια στιγμή, μόνο που εγώ άργησα να καταλάβω τη δική της.
   Δεν εξέφραζε τα συναισθήματά της συχνά. Και όταν το έκανε αυτό ή μπέρδευε τα λόγια της ή της κοβόταν η ανάσα. Τότε το έβρισκα εκνευριστικό. Τώρα το βρίσκω γοητευτικό.
 Πίστευε ότι τα λόγια είναι γι’ αυτούς που δεν μπορούν να κάνουν πράξεις και η ίδια, είναι αλήθεια, όσα δεν μου έλεγε με τα λόγια τα έδειχνε με τις πράξεις της.
   Τα έδειχνε όταν αργούσα να την πάρω τηλέφωνο και μ’ έπαιρνε για να δει αν είμαι καλά. Όταν ανεχόταν τις αναποδιές μου. Όταν με φρόντιζε με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσε. Όταν ήταν πάντα δίπλα μου στις δυσκολίες. Όταν χαιρόταν με τη χαρά μου. Όταν κατάπινε το θυμό της, είτε ήμουν υπαίτιος εγώ είτε όχι, γιατί πίστευε ότι ήταν προτιμότερο να κάνει κακό στον εαυτό της παρά σε κάποιον που αγαπάει. Όταν μου χαμογελούσε. Όταν καθόταν με τις ώρες μαζί μου στη δουλειά και με παρατηρούσε μόνο. Όταν έφευγε άλλες φορές γιατί πίστευε ότι μπορεί να ενοχλούσε και δεν ήθελε να μου δημιουργεί πρόβλημα. Όταν έψαχνε την αγκαλιά μου. Όταν μου πρόσφερε τη δική της απλόχερα. Όταν σεβόταν τις απόψεις μου και ήταν δίπλα μου σε όλες μου τις αποφάσεις ακόμα κι αν δεν συμφωνούσε. Όταν με βοηθούσε σε οτιδήποτε της ζητούσα. Όταν με συμβούλευε χωρίς να το ‘’παίζει’’ έξυπνη. Δεν το ‘’έπαιζε’’ ποτέ έξυπνη. Είναι έξυπνη. Αν και η ίδια έχει αντίθετη γνώμη. Σαν γυναίκα δεν είναι αυτό που λέμε φανταχτερή. Θέλει να περνάει απαρατήρητη, όμως δεν τα καταφέρνει. Η ευγένεια και η γλυκίτητά της την έκαναν πάντα να ξεχωρίζει.
   Στην αρχή για να πω την αλήθεια, αυτό το είδα σαν μειονέκτημα. Το ότι δεν ήθελε να ντύνεται εντυπωσιακά, να βάφεται έντονα. Όπως και να το κάνουμε, μια εντυπωσιακή γυναίκα δίπλα σου μετράει. Είχε όμως άλλους τρόπους να εντυπωσιάζει. Εντυπωσίαζε με τις γνώσεις της, με την ευγένειά της, με το λέγειν της. Στοιχεία που έπρεπε να τα χάσω και να μην τα ξανασυναντήσω σε κανέναν άνθρωπο, για να τα εκτιμήσω. Στοιχεία που έχουν πραγματική αξία! Μόνο που άργησα να το καταλάβω…
   Δεν ήθελε να δείχνει ‘’γκόμενα’’, ήθελε να γίνεται ‘’καλύτερος άνθρωπος’’ όπως έλεγε. Πίστευε στους ανθρώπους. Πίστευε στη ζωή. Πίστευε στη δύναμη και στην ειλικρίνεια των ανθρώπων. Εμπιστευόταν δύσκολα, όμως δεν το έδειχνε. Ακόμα και τώρα μετά από δυόμιση χρόνια αισθάνομαι ότι δεν έχω μάθει τα πάντα γι’ αυτήν.
   Επίσης, ανοιγόταν πολύ δύσκολα. Μπορεί να έδειχνε χαλαρή, όμως πάντα υπήρχε ένα μικρό σφίξιμο από κάτω. Πολλά τρυφερά λόγια δεν μου έλεγε. Και τις φορές που αποφάσιζε να μου πει δεν την πίστευα. Λάθος μου! Έπρεπε να το είχα καταλάβει νωρίτερα πως ότι μου έλεγε ήταν μόνο αλήθεια. Γιατί όταν κάτι λέγεται και ξαναλέγεται καταντάει ανούσιο και το μόνο που έψαχνε εκείνη ήταν η ουσία.
   Κάποια στιγμή μου είχε πει πως δεν θέλει τίποτα από μένα. Μόνο να της λέω την αλήθεια, να την κάνω να γελάει και να αισθάνεται ότι μπορεί να βασίζεται επάνω μου! Στην αρχή νόμιζα ότι με δούλευε, ότι ήθελε να μου δείξει πως είναι ρομαντική. Κι άλλο λάθος! Όντως μόνο αυτά ζητούσε και δεν της τα έδωσα όπως της άξιζαν. Και ψέματα της είπα πολλές φορές και τη στενοχώρησα άλλες τόσες και δε νομίζω ότι ήμουν πάντα κοντά της όταν με χρειαζόταν. Και τώρα πια που τα σκέφτομαι όλα αυτά λυπάμαι τόσο μα τόσο πολύ! Μακάρι να βρω τον τρόπο να επανορθώσω…
   Φέρθηκα τόσο άσχημα στο μόνο άνθρωπο που μ’ αγάπησε όπως ήμουν, με τα καλά και τα στραβά μου. ‘’Μην αλλάξεις ποτέ και για κανέναν! Μείνε για πάντα αυτός ο καταπληκτικός άνθρωπος με όλα τα στοιχεία που σε κάνουν ξεχωριστό!’’ Έτσι μου είχε πει μια φορά. ‘’Μείνε για πάντα το δώρο του Θεού για μένα!’’ Έτσι με φώναζε που και που όταν ήμασταν μόνοι μας. Η αλήθεια είναι πως το έβρισκα λίγο σαχλό που με αποκαλούσε έτσι, γιατί ποτέ δεν καταλάβαινα το νόημα αυτής της φράσης. Τώρα όμως που κατάλαβα, ξέρω πως μία τέτοια φράση είναι το υπέρτατο αξίωμα για έναν άνθρωπο. Και ξέρω πως δεν το αξίζω, γιατί της φέρθηκα απαίσια. Έβαλα τον εγωισμό μου πάνω από αυτήν…
   Τον περασμένο Ιούνιο έδινε Πανελλαδικές και παρ’ ότι είχε διάβασμα, πάντα προσπαθούσε να με δει, έστω και λίγο. Όλο το καλοκαίρι το περάσαμε μαζί και έδειχνε ξένοιαστη, όμως την ένιωθα ότι ήταν αγχωμένη μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα και αντί να της δώσω θάρρος, να της πω μια καλή κουβέντα, έκανα τον Κινέζο. Τι ηλίθιος που ήμουν…
   Και τα αποτελέσματα βγήκαν! Πέρασε δημοσιογραφία στην Αθήνα! Ήταν η πρώτη της επιλογή και το όνειρό της. Εκεί ήταν που βγήκε ο κακός μου εαυτός…
   «Κατάλαβέ με… Ήταν το όνειρό μου να περάσω στην Αθήνα και αυτή την στιγμή πραγματοποιείται!» μου είπε παρακλητικά.
   «Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Αν μ’ αγαπάς πραγματικά θα πάρεις τη δεύτερη επιλογή και θα πας στη Θεσσαλονίκη για να μπορούμε να βλεπόμαστε.» της είπα άγρια.
   «Μα αυτό είναι το όνειρο της ζωής μου…» συνέχισε σιγανά.
   «Όταν αγαπάς κάποιον αληθινά τον ακολουθείς παντού, κάνεις θυσίες. Αλλά μάλλον εσύ δε μ’ αγαπάς αληθινά…» είπα το ίδιο αγριεμένος και της γύρισα την πλάτη.
   «Ίσως να έχεις δίκιο…» και η φωνή της έσβησε.
   Όταν γύρισα για να τη δω το μόνο που αντίκρισα ήταν την ορθάνοιχτη εξώπορτα.
   Για αρκετές μέρες μετά ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί της. Πίστευα ότι πράγματι δε σήμαινα τίποτα για εκείνη. Μα είναι ποτέ δυνατόν;
   Αργότερα, και αφού η ίδια είχε μετακομίσει στην Αθήνα, άρχισα να σκέφτομαι αλλιώς. Αναθεώρησα πολλά… Πράγματι, όταν αγαπάς κάποιον αληθινά κάνεις θυσίες και τον ακολουθείς ως την άκρη του κόσμου. Όμως τώρα δεν ήταν εκείνη που έπρεπε να κάνει θυσίες, αλλά εγώ. Εκείνη μου αποδείκνυε εμπράκτως κάθε μέρα την αγάπη της και τώρα ήταν η σειρά μου…
   Αυτό είναι που θέλω να υλοποιήσω μ’ αυτό το ταξίδι. Τα κανόνισα και με το αφεντικό μου και θα πιάσω δουλειά σ’ ένα γνωστό του στην Αθήνα. Αν όλα πάνε καλά. Αν δεχτεί να με βάλει και πάλι στη ζωή της. Αν με συγχωρήσει…
   Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά. Πολύ αργά για να της δείξω όλα αυτά που έκρυψε ο εγωισμός μου. Για να της εκφράσω όλα αυτά που φοβόμουν. Για να της πω ότι είναι το Δώρο του Θεού και για μένα και ότι μαζί της θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου…
   Το έχω πάρει απόφαση πια ότι αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου και θα κάνω τα πάντα για να της το αποδείξω!!! Όσο θυμάμαι πόσο αχάριστος και πλεονέκτης ήμουν, άλλο τόσο εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου και βάζω στόχο να την ξανακερδίσω…
   Η ώρα έχει περάσει και η εκφωνήτρια των δρομολογίων φωνάζει από τα μεγάφωνα πως το τρένο έχει φτάσει. Σηκώνομαι και παίρνω το σάκο μου στο χέρι. Σκέφτομαι: «Μήπως όμως είναι μάταια όλα αυτά;» Όχι! Πάντα υπάρχει ελπίδα και πάντα αξίζει να προσπαθούμε για κάτι που θέλουμε πολύ! Εκείνη μου το έμαθε αυτό! Κι εγώ τη θέλω στη ζωή μου όσο τίποτε άλλο…!
   Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανεβαίνω στο τρένο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου